-
1 εκκλαω
отламывать(τὰ παλαιὰ τοῦ σώματος μέρη ἐκκέκλασται Plat.; τῶν κλάδων τινὲς ἐξεκλάσθησαν NT.)
τὸ θράσος ἐκκέκλασται Plut. — мужество сломлено -
2 ἐκ-κλάω
ἐκ-κλάω (s. κλάω), abbrechen; τὰ παλαιὰ τοῠ σώματος μέρη ἐκκεκλάσϑαι Plat. Rep. X, 611 d, τὸ ϑράσος ἐκκέκλασται, der Muth ist gebrochen, Plut. amat. 18.